Εμφανίζεσαι σε συναυλίες το καλοκαίρι και μαγαζιά το χειμώνα. Προτιμάς κάποιο από τα δύο;
Είτε πρόκειται για μια μεγάλη συναυλία με χιλιάδες ακροατές, είτε για μια εμφάνιση σε μια μικρή μουσική σκηνή, όπου μαζεύονται λίγες δεκάδες άνθρωποι, οι πρωταγωνιστές είναι ίδιοι: οι νότες και οι λέξεις. Και η ψυχή, που δεν ξέρει από αριθμητική. Που δεν μετρά το συν-αίσθημα με το μέγεθος της «προσέλευσης», αλλά στηρίζεται από την ανάγκη όσων έρχονται για να μοιραστούν μια κοινή στιγμή. Αυτό καταργεί την απόσταση από τη σκηνή ως το ακροατήριο. Σε μια μουσική σκηνή, ο τελευταίος ακροατής απέχει λίγα μέτρα από τον μουσικό, σε μια συναυλία η απόσταση θεωρητικά είναι τεράστια. Όμως, παύει να υπάρχει όταν το τραγούδι λειτουργεί, όταν η συνύπαρξη δίνει το δώρο της.
Εδώ και καιρό έχεις επιλέξει να ζεις μακριά από κάποιο αστικό κέντρο. Πως πήρες αυτή την απόφαση;
Έζησα πολύ στην Αθήνα. Δεκατρία ολόκληρα χρόνια. Την χάρηκα πολύ, μού έδωσε πολλά. Όταν άρχισα να τη βρίζω, το βρήκα απρεπές εκ μέρους μου και μίζερο. Προτίμησα να απομακρυνθώ. Αγαπώ την επαρχία, χωρίς να την εξιδανικεύω. Έχει κι αυτή τα στραβά της, ειδικά στη χώρα μας.
Σε επίπεδο δημιουργικό σε βοήθησε;
Δημιουργικά, δεν άλλαξε τίποτα. Όλα γίνονται πάντα αργά το βράδυ, σ ένα μικρό, σκοτεινό δωμάτιο. Είτε αυτό βρίσκεται στο κέντρο μιας πόλης, είτε στην ερημιά, το ίδιο μου κάνει.
Εδώ και αρκετά χρόνια τραγουδάς επαγγελματικά. Ποιες είναι οι διαφορές σε σχέση με πριν; Υπάρχουν στιγμές που νοσταλγείς το τραγούδι της εποχής της ανωνυμίας;
Το τραγούδι είναι εκεί, πάντα δυνατό και ευρύχωρο. Η ζωή είναι που αλλάζει. Πέρασα τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια παίζοντας τραγούδια, ακούγοντας δίσκους και μελετώντας άτσαλα αλλά δημιουργικά. Το ίδιο εξακολουθώ να κάνω και σήμερα. Όταν είσαι μόνος σου, στο σπίτι, είσαι πάντα ανώνυμος. Όταν βγαίνεις στον κόσμο, οι στιγμές της απομόνωσης εξακολουθούν να σε στηρίζουν, μη σκοντάψεις στην «αναγνωρισιμότητα». Παράλληλα, δυναμώνουν την ανάγκη σου για επικοινωνία και μοιρασιά, και τότε ο κάθε άνθρωπος σού φαίνεται μαγικός.
Έχεις ακόμα την πρώτη σου κιθάρα;
Την έχω. Μια κλασική Ramirez, ακριβή για τα ισχνά οικονομικά μας, που οι γονείς μού αγόρασαν από το πρώτο μάθημα, όταν ήμουν 9 χρονών.
Πόσες κιθάρες έχεις τώρα και ποια είναι η αγαπημένη σου;
Αυτή την εποχή, έχω δύο ηλεκτρικές, δύο ακουστικές, μια δωδεκάχορδη και μια πιο καινούργια κλασική κιθάρα. Επίσης, δυο λαούτα, ένα μπουζούκι, ένα πιάνο, ένα βιολοντσέλο, ένα ούτι, ένα μαντολίνο, κάμποσα πνευστά, ένα μεγάλο ξυλόφωνο και αρκετά άλλα μικρο-όργανα και κρουστά. Τα περισσότερα από αυτά είναι φτηνά, αλλά το κάθε ένα έχει την ιστορία του μέσα στη ζωή μου και το αγαπώ. Δεν ήμουν ποτέ καλός οργανοπαίχτης, παίζω λίγο απ όλα. Συχνά, τα κοιτώ και με πιάνουν ενοχές απέναντί τους, που δεν ευτύχησαν να πέσουν σε χέρια δεξιοτέχνη. Καμιά φορά, δίνω όργανα εκεί που τους υπόσχεται μια καλύτερη μουσική ζωή.
Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στη χώρα μας, ούτε μόνο στην τραγουδοποιία. Για να μείνουμε στη μουσική, ακόμη και σε κλασικές ορχήστρες βόρειων χωρών, όπου υποτίθεται πως η ισότητα των δύο φύλων είναι κατακτημένη, η αναλογία ανδρών και γυναικών μουσικών γέρνει ξεκάθαρα προς τους άνδρες. Στους σύγχρονους συνθέτες κλασικής μουσικής (ας μη μιλήσουμε για τους παλιούς, όπου δεν υπάρχει γυναίκα ούτε για δείγμα), εξακολουθούν να υπερισχύουν οι άνδρες. Στην τζαζ, ή στη ροκ, το ίδιο. Στη ζωγραφική και στις άλλες εικαστικές τέχνες, οι γυναίκες γίνονται όλο και περισσότερες, ακόμη όμως υστερούν αριθμητικά. Με απασχολούσε από παλιά το θέμα, βλέποντας στις διάφορες σχολές τα κορίτσια να είναι το ίδιο ταλαντούχα, ευαίσθητα, εφευρετικά, τολμηρά και αποφασισμένα, και σίγουρα πιο μελετηρά και πιο μεθοδικά από τα αγόρια. Σήμερα, έχοντας τρεις κόρες, με απασχολεί ακόμη περισσότερο. Σίγουρα, προερχόμαστε από έναν ανδροκρατούμενο κόσμο, με εσωτερικούς, ανομολόγητους νόμους και με βαθιά χαραγμένες αντιλήψεις, που θα πάρει πολύ καιρό στην ανθρωπότητα να ξεχάσει. Ουσιαστικά, στις περισσότερες εκφράσεις του, ο κόσμος μας εξακολουθεί να είναι σημαντικά ανδροκρατούμενος. Έχω δει σπουδαίες, ιδιαίτερες, μεγαλοφυείς γυναίκες, να γονατίζουν από το βάρος της ιδιαιτερότητάς τους. Να πέφτουν σε ψυχικές ασθένειες, φαρμακολογίες καταστροφικές και πράξεις απελπισίας. Είδα και τους εκάστοτε εραστές τους να φρικάρουν και να φεύγουν ο ένας μετά τον άλλον. Ίσως η κοινωνία μας να μην τις αντέχει, ίσως και οι ίδιες να μην αντέχουν τον εαυτό τους σε μια τέτοια κοινωνία. Επιζούν και δοξάζονται, τις περισσότερες φορές, οι ευανάγνωστες, οι εύχρηστες, οι βολικές, οι ευχάριστες, οι φωτογενείς, οι ανώδυνες, οι χαρωπές. Η ενασχόληση μιας γυναίκας με το άπιαστο, το ανέφικτο, το αόρατο, το πρωτόγνωρο, με τις θυσίες και τον ιδιαίτερο τρόπο αντίληψης και ζωής που αυτή η ενασχόληση απαιτεί, μάς φαίνεται επικίνδυνη. Σ έναν άνδρα, είναι γοητευτική. Πάντως, βλέποντάς το στην πράξη, αν ξαφνικά έμπαινα στη θέση της συντρόφου μου, δεν θα έγραφα ξανά ποτέ. Όχι μόνο γιατί δεν θα προλάβαινα, αλλά κυρίως γιατί νομίζω πως δεν θα το χρειαζόμουν πια. Όταν η φύση σου είτε το κάνεις τελικά, είτε όχι είναι να γεννάς και να συντηρείς καθημερινά τη ζωή, όταν είσαι η ζωή αυτοπροσώπως, ίσως η ανάγκη να επινοήσεις, να φανταστείς ή να περιγράψεις αυτή τη ζωή, να περνά σε δεύτερη μοίρα. Ή, ίσως μόνο τότε, πηγαίνεις κατευθείαν στην απόλυτη ουσία της τέχνης, σ αυτήν που δεν χωρά σε δίσκους, αλλά γράφεται στα κύτταρά μας. Δεν είναι τυχαίο που τα υπαρξιακότερα όλων των τραγουδιών, τα νανουρίσματα και τα μοιρολόγια, γράφτηκαν από γυναίκες. Αλλά, αυτά είναι δικές μου, πρόχειρες, ανδρικές ερμηνείες. Σίγουρα θα υπάρχουν κι άλλες, σημαντικότερες, που μόνον οι γυναίκες θα μας δώσουν.
Βιοπορίζομαι αποκλειστικά από τη μουσική. Δεν κάνω τίποτα άλλο, και νιώθω τυχερός και ευλογημένος γι αυτό. Είμαι επαγγελματίας μουσικός, όσο άχαρο και αν ακούγεται, και ευγνωμονώ τη ζωή και το κοινό που μού χάρησαν αυτή τη δυνατότητα. Ειδικά όταν βλέπω ταλαντούχους ανθρώπους να σπαταλιούνται σε άλλες δουλειές, για να επιβιώσουν. Αυτή η ευγνωμοσύνη, μού ενισχύει και την υποχρέωση να ανταποδίδω στην τέχνη μου και στους ανθρώπους ό,τι καλύτερο μπορώ. Όχι το αριστούργημα, αυτό δεν είναι υποχρέωση κανενός, αλλά το εκατό τοις εκατό της μετριότητας, της μοναδικότητας, των δυνατοτήτων και της ανικανότητάς μου. Οι περισσότεροι δημιουργοί που θαυμάζω, από τον Μπαχ μέχρι τον Τσιτσάνη, έτσι έζησαν, από τη μουσική τους, εκτός και αν ήταν γόνοι πλούσιων οικογενειών. Εγώ ποιος είμαι για να ντρέπομαι; Από την άλλη, σίγουρα δεν χαίρομαι που, για να παρακολουθήσει κάποιος μια συναυλία μου, συνήθως πρέπει να πληρώσει εισιτήριο. Κι ας ξέρω πως αυτά τα χρήματα συντηρούν έναν κόσμο ολόκληρο. Όχι μόνο τους ανθρώπους του προσωπικού μου κόσμου, αλλά και τους μουσικούς, τους ηχολήπτες, τους φωτιστές, τους ηλεκτρολόγους, τους διοργανωτές, τους υπεύθυνους σκηνής, τους αφισοκολλητές, τους εργάτες που στήνουν τα μηχανήματα, τους τεχνικούς που τα συντηρούν, τους οδηγούς που τα μεταφέρουν, τον οδηγό του πούλμαν που μεταφέρει εμάς, τους υπαλλήλους του θεάτρου, αυτούς που το καθαρίζουν, τους εργαζόμενους στο ταμείο ή το ξενοδοχείο που μας φιλοξενεί. Θα ήθελα η μουσική να είναι δωρεάν, όπως και άλλα αγαθά, το νερό, το γάλα, το ψωμί, η υγεία, η αληθινή παιδεία και η στέγη, για παράδειγμα. Μέχρι τότε, ζω ανθρώπινα, χωρίς υπερβολές. Δεν ξέρω να κάνω τίποτα άλλο από το να τραγουδώ, ούτε και ξέρω να το κάνω αλλιώς. Δεν αφήνω στον εαυτό μου επιλογή: στις χειρότερες συνθήκες, με τον ίδιο τρόπο θα σταθώ απέναντι στο τραγούδι, στο κοινό και στον εαυτό μου. Ευτυχώς, η ελληνική είναι μια μικρή αγορά, που σου επιτρέπει να είσαι «επιτυχημένος» χωρίς να γίνεσαι υποχρεωτικά ζάμπλουτος. Και, αν ξέρεις να ζεις με τα λίγα, μπορείς να είσαι και «πρώην επιτυχημένος», χωρίς να αισθάνεσαι αδικημένος.
Στην περίοδο αυτή που διανύουμε, συχνά, ακούγονται διαμαρτυρίες για την απουσία των πνευματικών ανθρώπων. Εσύ, από την άλλη, δεν διστάζεις να παρεμβαίνεις και να παίρνεις θέση. Μέχρι που «οφείλουν» οι πνευματικοί άνθρωποι ενός τόπου να είναι παρόντες και με ποιους τρόπους;
Δεν είμαι «πνευματικός άνθρωπος». Είμαι τραγουδοποιός. Ούτε και πιστεύω στους πνευματικούς ογκόλιθους, που υποτίθεται πως κάτι παραπάνω ξέρουν και οφείλουν να μας καθοδηγούν. Ακούω με προσοχή ό,τι έχει να πει ο κάθε άνθρωπος, είτε είναι ποιητής, είτε είναι ξυλουργός. Ο καθένας μας έχει μια φωνή αλήθειας μέσα του, που είναι καθαρή, ακόμη και αν διαφωνεί με την αλήθεια του άλλου. Αισθάνομαι πως είναι χρήσιμο, όλοι, όσο «επώνυμοι» ή «ανώνυμοι» και αν είμαστε, να βρούμε την καθαρή φωνή μας, να απευθυνθούμε ο ένας στον άλλο, να ακούσουμε ο ένας τον άλλο, να νιώσουμε, να καταλάβουμε, να συνεννοηθούμε. Ειδικά σε εποχές σαν τη δική μας. Είναι πάντα επίπονη αυτή η διαδικασία, αλλά αναγκαία. Όταν κάτι που γράφω στο σάιτ μου, ή λέω σε μια συνέντευξη, παίρνει τεράστιες διαστάσεις, μού φαίνεται αφύσικο. Αισθάνομαι σαν υπερφωτισμένη, καμένη φωτογραφία. Σε εποχές αβεβαιότητας, όπου όλοι ψάχνουμε από κάπου να πιαστούμε, η γνώμη κάποιων ανθρώπων που, για διάφορους, άσχετους με τις απόψεις τους λόγους, έγιναν γνωστοί, αποκτούν μια ιδιαίτερη σημασία και δίνουν την ευκαιρία στον καθένα να ασχοληθεί θετικά ή αρνητικά μαζί τους, περισσότερο από όσο τους αξίζει. Είναι κι αυτό δείγμα των καιρών. Τι να κάνεις όμως; Να σιωπάς τελείως; Η σιωπή, εκτός κι αν είσαι σοφός, δεν προσφέρει πολλά στον επανασχεδιασμό της ύπαρξής μας, που γίνεται ολοένα και πιο αναγκαίος. Να λες μόνο αυτά που όλοι θέλουν να ακούσουν, ώστε να μη φας κράξιμο; Δεν έχει κανένα νόημα. Να γίνεις «ρεαλιστής», σαν να ήσουν χρηματιστής και όχι καλλιτέχνης; Και τότε, ποιος θα ονειρεύεται; Να μιλάς μόνο μέσα από τα τραγούδια σου; Αυτά γεννιούνται όποτε και όπως τους αρέσει και συνήθως, τουλάχιστον στην περίπτωσή μου, ευτυχώς αντιστέκονται στο να μετατραπούν σε μανιφέστα, συνθήματα, άρθρα ή χρονογραφήματα.
Στην εποχή της κρίσης, θα περίμενε κανείς να ανθίζει το πολιτικό τραγούδι. Εντοπίζεις αυτή την τάση ή μήπως «επαναπαυόμαστε» στην δημιουργία του παρελθόντος;
Θα γεννηθεί ξανά πολιτικό τραγούδι. Είναι αναπόφευκτο να μιλήσουν κάποτε, ίσως και σύντομα, οι λέξεις και οι στίχοι μας για τα όσα μάς συμβαίνουν. Το τραγούδι πάντα αυτό έκανε άλλωστε. Και είναι φυσικό να αργεί, όταν οι σημερινοί δημιουργοί προέρχονται από δεκαετίες σύγχισης, πλαστής ευμάριας και έλλειψης στόχου. Είναι υγιές που δεν βγήκαμε όλοι οι τραγουδοποιοί, ξαφνικά, ουρλιάζοντας εύκολα συνθήματα και κουβέντες καφενείου, λέγοντας όσα σκέφτεται «ο κόσμος», χωρίς βαθύ αίσθημα, χωρίς ποίηση. Γιατί, το υλικό του τραγουδιού, η ζωή, πρέπει να βιωθεί πρώτα. Πρέπει να αποσταχτεί, πριν χωρέσει στον ήχο και στον στίχο. Πρέπει να μετουσιωθεί σε βαθιά συνείδηση, για να αγγίξει τις συνειδήσεις όλων μας. Θα ήταν ανησυχητικό αν έβγαιναν ξαφνικά χιλιάδες μέτρια, εύκολα, καινούργια τραγούδια «διαμαρτυρίας». Το πολιτικό τραγούδι, έτσι όπως το εννοούμε συνήθως, με συγκινεί συχνά, αλλά η αλήθεια είναι πως δεν το αγαπώ βαθιά. Αισθάνομαι πως, τελικά, ούτε την πολιτική εξυπηρέτησε, ούτε το τραγούδι. Και περιόρισε τις δυνατότητες σπουδαίων δημιουργών, περισσότερο απ ό,τι τις βοήθησε να ανθίσουν. Από την άλλη, ένα σπουδαίο τραγούδι, είτε είναι «πολιτικό», είτε όχι, αποτελεί μεγάλη προσφορά. Το έχω ξαναπεί: ένα τραγούδι του Γκάτσου και του Χατζιδάκι, που λέει «αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ», είναι πολύ πιο επαναστατικό, επειδή είναι αριστούργημα, από χιλιάδες άλλα μέτρια, που λένε «εμείς θα αλλάξουμε τον κόσμο».
Είναι μονοπώλιο της Αριστεράς, με την ευρύτερη της έννοια. Εκτός και αν θεωρήσουμε πολιτικό τραγούδι τον ύμνο της Γκεστάπο, ή τον ύμνο της Φασιστικής Νεολαίας του Μουσσολίνι. Υπήρξαν πάντως και κομμουνιστικά εμβατήρια, εξίσου φασιστικής νοοτροπίας και εξίσου μηδαμινής καλλιτεχνικής αξίας. Ούτε αυτά ανήκουν όμως στο πολιτικό τραγούδι. Για μένα, πολιτικό τραγούδι θα έπρεπε να είναι αυτό που ενισχύει την πίστη μας σε έναν κόσμο καλύτερο, που δυναμώνει τον αγώνα του καθενός και του συνόλου για το δίκαιο, που μάς θυμίζει τα κατάβαθα της ύπαρξής μας, που σώζει ένα μέρος μας από την κοντόφθαλμη αντίληψη της ζωής, τη μικρότητα, το μίσος, την εξουσία και το χρήμα. Βέβαια, η Αριστερά ασχολήθηκε με τη μικρότητα, το μίσος, την εξουσία και το χρήμα πολύ. Και, ένα τουλάχιστον μέρος της, στα δύσκολα χρόνια που έρχονται, φοβάμαι πως αναπόφευκτα θα ασχοληθεί με αυτά κι άλλο. Γι αυτό, πιστεύω πως οι καλλιτέχνες είναι πιο χρήσιμοι όταν δεν αποκτούν κομματικές ταυτότητες, όταν δεν ακολουθούν ντιρεκτίβες. Ώστε να μπορούν να μάς θυμίζουν στη διαδρομή ποιοι είμαστε, τι ονειρευόμαστε, από πού ξεκινήσαμε και πού θέλουμε να πάμε.
Είναι η «Πατρίδα» ένα πολιτικό τραγούδι;
Η «Πατρίδα» είναι ένα αυτοβιογραφικό τραγούδι. Μιλά για γεγονότα που με σημάδεψαν προσωπικά, και όχι για όσα διάβασα ή είδα στην τηλεόραση. Δεν έχω ιδέα αν είναι «πολιτικό». Δεν ήταν στις προθέσεις μου. Ούτε και παραδίδει μαθήματα πρόσφατης ιστορίας. Αναφέρεται σε γεγονότα που επηρέασαν τη ζωή πολλών συνανθρώπων μου, αλλά, κυρίως, στον τρόπο που ο ίδιος τα βίωσα, στον τρόπο που αυτά επηρέασαν τη σκέψη, τη σύγχιση, τους φόβους, τις δυνάμεις, τις βεβαιότητες και τα ερωτήματά μου.
Πέρασαν κιόλας τέσσερα χρόνια από την τελευταία δισκογραφική σου δουλειά. Πότε να αναμένουμε την επόμενη;
Άρχισα να μαζεύω τα «σκονάκια» μου, πεταμένα χαρτάκια με νότες και στίχους, μεθυσμένες μεταμεσονύχτιες ηχογραφήσεις στο κινητό, σκέψεις που δεν ξεκολλάνε και επανέρχονται στις πιο ακατάλληλες στιγμές. Θα μου πάρει καιρό, μήνες να οργανώσω το υλικό σε σύνολο, να δω το πρόσωπό του.
Από τα έργα σου που δεν έχουν κυκλοφορήσει έως τώρα, υπάρχει κάποιο που δεν θες να δει το φως της δημοσιότητας και αν ναι γιατί;
Έχω πολλά. Πρόκειται για ανοησίες...
Η δισκογραφία, όπως την είχαμε γνωρίσει στα προηγούμενα χρόνια, μάλλον καταρρέει.
Η δισκογραφία δεν είναι το τραγούδι. Ή, αν είναι τελικά, αυτό έγινε τις τελευταίες δεκαετίες. Η ανθρωπότητα τραγούδησε χιλιετίες, χωρίς δισκογραφία. Ποτέ δεν κατάλαβα τον πανικό της κατάρρευσής της, σαν να επρόκειτο για το τέλος της ίδιας της μουσικής. Εντάξει, χάνουμε οι δημιουργοί τα όσα χρήματα παίρναμε από αυτήν, χάνονται θέσεις εργασίας στις δισκογραφικές εταιρείες, απολύονται, ανάμεσα σε άλλους, άνθρωποι που έχουν μεγάλη αγάπη για τη μουσική, η δυνατότητα «μεγάλων» δισκογραφικών παραγωγών εξαφανίζεται, δεν θα χαθεί όμως και ο κόσμος!
Ποια, βλέπεις να είναι, η διάδοχη κατάσταση και τι είναι αυτό που σε κάνει να επιμένεις να κυκλοφορείς καινούργιους δίσκους;
Η νέα γενιά μουσικών θα αποδειχτεί εφευρετικότερη. Θα βρει τους τρόπους να ηχογραφήσει φτηνά και με άποψη. Και θα επικοινωνήσει με το κοινό, χωρίς απαραίτητα να μετρά «πωλήσεις», «επιτυχίες», «στροφές στην καριέρα», «προκαταβολές συμβολαίων», «τοποθετήσεις δίσκων στα δισκάδικα», «target groups», «promo plans», «charts» κλπ. Τότε, αφού επινοηθούν οι νέοι τρόποι δημιουργίας και επικοινωνίας, που μόνον οι καλλιτέχνες (ή μάλλον το ίδιο το υλικό τους) επινοούν, το κεφάλαιο θα έρθει ξανά να «επενδύσει», ώστε να πουλήσει ό,τι μπορεί να πουληθεί. Μέχρι τότε όμως, μια πιο αυτάρκης, ανεξάρτητη, σκληραγωγημένη και χειροποίητη γενιά μουσικών, θα έχει μάθει να επιζεί. Ελπίζω.
Συνέντευξη στον Γιώργο Μυζάλη
ΠΗΓΗ:www.e-tetradio.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου