Το Sigmalive εξασφάλισε συνέντευξη του Καθηγητή Οικονομικών του
Πανεπιστημίου Αθηνών Γιάννη Βαρουφάκη ο οποίος αναλύει την κατάσταση
στην Ε.Ε. και την Ευρωζώνη καθώς επίσης και το μέλλον της ένωσης που
προδιαγράφεται ζοφερό.
Πως βλέπετε να εξελίσσεται το μέλλον της Ευρωζώνης; Πιστεύετε
ότι τα μέτρα που έχουν ληφθεί μέχρι σήμερα από την ΕΕ είναι ικανά να
στηρίξουν το ευρώ και να προσφέρουν στις χώρες της ΕΕ δυνατότητες
ανάπτυξης;
Η Κρίση της Ευρωζώνης ξεκίνησε επειδή ποτέ δεν είχε σχεδιαστεί για να αντέξει ένα σεισμό του μεγέθους που προκάλεσε το 2008 το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Με την ίδρυση της Ευρωζώνης, και την συγκεκριμένη αρχιτεκτονική που επελέχθη για αυτήν, δύο πράγματα συνέβησαν. Πρώτον, καταργήθηκαν οι υπάρχοντες μηχανισμοί απορρόφησης των κραδασμών (δηλαδή η δυνατότητα αυτόματης αυξομείωσης των ισοτιμιών) χωρίς να δημιουργηθούν άλλοι στην θέση τους (π.χ. ένας μηχανισμός ανακύκλωσης των πλεονασμάτων όπως αυτός που λειτουργεί στις ΗΠΑ). Δεύτερον, το χρηματοπιστωτικό σύστημα αφέθηκε ελεύθερο να δράσει με τρόπο που εγγυόταν ότι ένας μεγάλος κραδασμός όχι μόνον θα έρθει αλλά, ακόμα χειρότερα, θα είναι γιγάντιος όταν έρθει. Όταν αυτό συνέβη, η Ευρωζώνη μπήκε σε μια επίπονη διαδικασία αποδόμησης. Δυστυχώς, κανένα από τα μέτρα τα όποια λαμβάνει η Ευρώπη τα τελευταία τρία χρόνια για να σταματήσει αυτή την αποδομητική διαδικασία δεν έχει την δυνατότητα να επιτύχει στο στόχο του. Ιδιαίτερα η εμμονή στην δημοσιονομική «αυστηρότητα» (ο όρος λιτότητα δεν αποδίδει το ίδιο καλά την πραγματικότητα) απλά επιταχύνει την διαδικασία διάσπασης της Ευρωζώνης καθώς ταυτόχρονα δολοφονεί τις ελπίδες για σταθεροποίηση χωρίς να καταφέρνει να θέτει υπό έλεγχο χρέη, ζημίες και ελλείμματα. Συνεπώς, αν η Ευρώπη συνεχίσει σε αυτό το μοτίβο, και παρά την σχετική ηρεμία των χρηματαγορών που επέτυχε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πέρσι το καλοκαίρι, η Ευρωζώνη είναι καταδικασμένη να διασπαστεί. Από γεωγραφικής σκοπιάς, το «ρήγμα» θα διανύει τον Ρήνο και τις Άλπεις, χωρίζοντας την Γηραιά Ήπειρο σε μια γερμανίζουσα βορειοανατολική Ευρώπη (Γερμανία, Ολλανδία, Αυστρία, Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία και Φινλανδία) και στο λατινοκεντρικό υπόλοιπο. Μια τέτοια εξέλιξη για φέρει την ύφεση στην ζώνη του νέου μάρκου, τον στασιμοπληθωρισμό στην υπόλοιπη Ευρώπη, και την επιδείνωση της παγκόσμιας κρίσης στον υπόλοιπο πλανήτη.
Η πολιτική της λιτότητας και των μνημονίων που έχει ακολουθήσει η Ευρωζώνη τα τελευταία δύο χρόνια πιστεύετε ότι έχει πετύχει τους στόχους της;
Το ίδιο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο μιλά για αποτυχία της δημοσιονομικής αυστηρότητας. Μόνο ο αμίμητος κ. Όλι Ρεν τολμά να ισχυριστεί ότι αυτή η παραδοχή εκ μέρους του ΔΝΤ «δεν ήταν χρήσιμη καθώς αμφισβήτησε στα μάτια των ευρωπαίων την σοφία της ασκούμενης πολιτικής». Ούτε το Πολιτμπιρό επί Μπρέζνιεφ δεν θα τηρούσε μια τόσο κυνική στάση απέναντι στην ζοφερή οικονομική πραγματικότητα! Η Μνημονιακή Αυστηρότητα που επεβλήθη στις χώρες της περιφέρειας ήταν δεδομένο ότι θα αποτύγχανε ακριβώς για τους ίδιους λόγους που απέτυχε την πρώτη φορά που εφαρμόστηκε μετά από μια κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, το 1929 επί Προεδρίας Χέρμπερτ Χούβερ: Όταν το τραπεζικό σύστημα και ο ιδιωτικός τομέας καταρρέουν, με τις ιδωτικές δαπάνες να καταβαραρθώνονται, η δραστική μείωση των δημόσιων δαπανών συρρικνώνει βάναυσα το άθροισμα ιδιωτικών και δημοσίων δαπανών – ένα άθροισμα που ισούται με το εθνικό εισόδημα. Καθώς το εθνικό εισόδημα συρρικνώνεται ραγδαία, η μείωση των δημόσιων δαπανών «ακυρώνεται» από την μείωση των φορολογικών εσόδων – με αποτέλεσμα την αποτυχία του Μνημονιακού προγράμματος το οποίο μόνο στόχο είχε την μείωση των ελλειμμάτων (και όχι απλά των δημόσιων δαπανών). Ως παβλοφικά όντα, η τρόικα τότε αντιδρά ζητώντας κι άλλη αυστηρότητα, κι άλλες περικοπές, κι άλλους φόρους, με αποτέλεσμα να βαθαίνει η Κρίση, να μειώνονται τα εισοδήματα και εν τέλει τα χρέη να μην μπορούν να αποπληρωθούν. Αυτό δεν αποτελεί στρατηγική σταθεροποίησης με σκοπό την επιστροφή στην ανάπτυξη. Αποτελεί αυτοκτονική πολιτική που μόνο την ανάπτυξη της φτώχειας και του μισανθρωπισμού μπορεί να προωθήσει.
Υπάρχει εναλλακτική επιλογή σε αυτές τις πολιτικές;
Και βέβαια υπάρχει. Το ζητούμενο δεν είναι να «τα βρούμε» σε ευρωπαϊκό επίπεδο για το ύψος των περικοπών και των φόρων. Το ζητούμενο είναι η ορθολογική χρησιμοποίηση των υπαρχόντων θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ώστε να ενοποιηθεί άμεσα το τραπεζικό σύστημα, να περάσει η διαχείριση του κατά Μάαστριχτ νόμιμου χρέους στην ΕΚΤ και να ενεργοποιηθεί η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων ώστε να εκπονήσει και εφαρμόσει ένα επενδυτικό New Deal σε ολόκληρη την Ευρώπη. Μια τέτοια θεσμική παρέμβαση στην Κρίση και θα οδηγούσε στην ανάπτυξη και θα επέτρεπε στα κράτη-μέλη να ισοσκελίσουν άμεσα τους προϋπολογισμούς τους.
Πως κρίνετε την πρόσφατη απόφαση που έχει ληφθεί για την Κύπρο;
Τα τελευταία τρία χρόνια, όσο η Κρίση της Ευρωζώνης βαθαίνει, κάθε φορά που μια χώρα-μέλος της καταρρέει, οι Ευρωπαίοι ηγέτες καταφέρνουν να ενστερνίζονται όλο και πιο ανόητες «λύσεις». Πρώτα είχαμε το ελληνικό Μνημόνιο, το οποίο θα μείνει στην ιστορία ως παράδειγμα προς αποφυγήν, μετά είχαμε την ίδρυση του τοξικού EFSF (η οποία παρέσυρε την Ιρλανδία και αργότερα την Πορτογαλία) κ.ο.κ. Με την Κυπριακή «διάσωση» η Ευρώπη πέρασε από την ενορχηστρωμένη ανοησία στο θέατρο του παραλόγου. Η πρώτη συμφωνία του Eurogroup, εφόσον εφαρμοζόταν, θα έθετε τέλος στην Ευρωζώνη. Η δεύτερη συμφωνία ουσιαστικά έθεσε την Κύπρο εκτός Ευρωζώνης και ο μόνος λόγος που δεν απεδείχθει, τουλάχιστον ακόμα, θανάσιμο πλήγμα για ολόκληρη την νομισματική ένωση είναι η εντύπωση που έχει επιβληθεί ότι η Κύπρος αποτελεί εξαίρεση και πως αυτό που συνέβη εκεί δεν θα συμβεί αλλού.
Η συμβολή των καταθετών στη διάσωση των τραπεζών είναι κατά τη γνώμη σας ένα μοντέλο που θα μπορούσαν να ακολουθήσουν στο μέλλον οι τράπεζες;
Κοιτάξτε, δεν πιστεύω ότι οι μη εγγυημένες καταθέσεις αποτελούν ιερές αγελάδες. Στην Ελλάδα για παράδειγμα, μπορεί να μην κουρεύτηκαν οι καταθέσεις άμεσα όμως, λόγω της βαθειάς ύφεσης που έφερε το Μνημόνιο και η επιβληθείσα δημοσιονομική αυστηρότητα, οι πολίτες αναγκάστηκαν να ζήσουν από τις καταθέσεις τους (πληρώνοντας τεράστιους φόρους από αυτές). Έτσι, κουρεύτηκαν έμμεσα κι οι καταθέσεις των ελλήνων, ιδίως εκείνων που είχαν πολύν λιγότερα από 100 χιλιάδες ευρώ στην τράπεζα. Όμως, αν είναι το άμεσο κούρεμα καταθέσεων να αποτελέσει ευρωπαϊκή πολιτική στην περίπτωση τραπεζών που πτωχεύουν, αυτό σε καμία περίπτωση δεν μπορεί, στο πλαίσιο μιας υγειούς νομισματικής ένωσης, να αφορά μόνο κάποιες χώρες και όχι τις υπόλοιπες. Δεν είναι δυνατόν να ισχύει για την Τράπεζα Κύπρου και όχι για την Ολλανδική, εξ ίσου πτωχευμένη SNS. Μια τέτοια διάκριση οδηγεί αναπόφευκτα στην κατάργηση της Ευρωζώνης καθώς οι καταθέτες θα μεταφέρουν μαζικά τα χρήματά τους στις χώρες όπου η πιθανότητα κουρέματος είναι μικρότερη. Αυτό δεν μπορεί να αποτελεί βάση μιας πραγματικής και νομισματικής ένωσης.
Αφήνει αυτή η απόφαση προοπτική ανάπτυξης για την Κύπρο;
Καμία. Απολύτως καμία. Ο συνδυασμός (α) των περιορισμών μετακίνησης των κεφαλαίων, (β) της ουσιαστικής καταστροφής του τραπεζικού συστήματος, και (γ) της Μνημονιακής αυστηρότητας που επιβάλεται πλέον ως αντάλλαγμα για τα νέα δάνεια της Κυρπιακής κυβέρνησης, εξασφαλίζουν την αέναη συρρίκνωση της Κυπριακής οικονομίας.
Πρόσφατα το ΑΚΕΛ έχει καταθέσει πρόταση για συντεταγμένη έξοδο από το ευρώ ως μια επιλογή που μπορεί να γλυτώσει την Κύπρο από την Τρόικα και το μνημόνιο. Είναι ρεαλιστική αυτή η δυνατότητα;
Η Κύπρος δεν ανήκει, επί της ουσίας, στην Ευρωζώνη. Μόνο κατ’ όνομα παραμένει. Από το 2010, επιχειρηματολογώ ότι μια έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα ήταν καταστροφική. Ακόμα το πιστεύω, παρά την αυστηρή κριτική που ασκώ τόσο όσον αφορά την δόμηση της Ευρωζώνης όσο και τις πολιτικές «επίλυσης» της Κρίσης που επιβάλονται στον χειμαζόμενο ελληνικό λαό (όπως και στους υπόλοιπους λαούς της Ευρωζώνης). Γιατί τάσσομαι τόσο απόλυτα εναντίον της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ; Επειδή μια τέτοια έξοδος θα οδηγούσε: (α) στο κλείσιμο των τραπεζών για πάνω από μία εβδομάδα, (β) στην επιβολή περιορισμών στην μετακίνηση κεφαλαίων και (γ) στην κατάρρευση των τραπεζών και στο κούρεμα των καταθέσεων. Δηλαδή, τάσσομαι εναντίον της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ για να μην συμβούν τα τρία πράγματα του έχουν ήδη συμβεί στην Κύπρο.
Συμπεραίνω λοιπόν ότι το ζητούμενο δεν είναι αν η Κύπρος θα πρέπει να βγει από το ευρώ. Το ζητούμενο είναι το αν θα ολοκληρωθεί η έξοδος της Κύπρου από το ευρώ ή αν θα υπάρξει μια επαναδιαπραγμάτευση που θα της επιτρέψει να επιστρέψει στο ευρώ. Για ακριβώς τους ίδιους λόγους που η Ελλάδα δεν πρέπει να βγει από την Ευρωζώνη, η Κύπρος πρέπει να προετοιμαστεί ώστε να ολοκληρωθεί η έξοδος που ήδη «επετεύχθη» με την δεύτερη απόφαση του Eurogroup ώστε είτε να αναπτυχθεί εκτός της Ευρωζώνης είτε να επανα-εισέλθει στην Ευρωζώνη υπό συνθήκες που δεν θα εγγυώνται την στο διηνεκές συρρίκνωσή της.
Δεν πρέπει όμως κανείς να έχει ή να καλλιεργεί ψευδαισθήσεις. Η ολοκλήρωση της εξόδου της Κύπρου από το ευρώ δεν είναι δρόμος στρωμμένος με γαρύφαλλα. Η σφικτή δημοσιονομική πολιτική θα συνεχιστεί. Μπορεί, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, να γίνει ακόμα πιο σφικτή. Παράλληλα, θα απαιτήσει μια συμφωνία δανειοδότησης με το ΔΝΤ ώστε η Κύπρος να μπορεί, στο μεσοδιάστημα, να προβαίνει σε βασικές εισαγωγές (π.χ. πετρελαίου) και μια δεύτερη συμφωνία με την ΕΚΤ όσον αφορά τα 9 δις ευρώ των χρεών του ELA. Με άλλα λόγια, το ΑΚΕΛ έχει την υποχρέωση να πει στον Κυπριακό λαό πως το Plan B είναι μεν απαραίτητο ώστε να ενισχυθεί η διαπραγματευτική θέση της Κύπρου απέναντι στην Ευρώπη (και, εν πάσει περιπτώσει, να αποφευχθεί η μόνιμη, μακροπρόθεσμη ύφεση), κάτι που θα ισχύει μόνο αν οι Κύπριοι είναι διατετειμένοι να ενεργοποιήσουν αυτό το Plan Β, αλλά μια τέτοια ενεργοποίηση θα έχει μεσοπρόθεσμα μεγάλο κόστος. Το ερώτημα λοιπόν για τους Κύπριους και τις Κύπριες είναι απλό: Έχουν την διάθεση να συγκρουστούν, με μεγάλο μεσοπρόθεσμο κόστος, με την Ευρωπαϊκή ηγεσία ώστε να αποφευχθεί η μακροπρόθεσμη, η δίχως τέλος, συρρίκνωση της Κυπριακής κοινωνικής οικονομίας; Αυτό είναι το ερώτημα που πρέπει να θέσει το ΑΚΕΛ στην Κυπριακή κοινωνία.
Η Κρίση της Ευρωζώνης ξεκίνησε επειδή ποτέ δεν είχε σχεδιαστεί για να αντέξει ένα σεισμό του μεγέθους που προκάλεσε το 2008 το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Με την ίδρυση της Ευρωζώνης, και την συγκεκριμένη αρχιτεκτονική που επελέχθη για αυτήν, δύο πράγματα συνέβησαν. Πρώτον, καταργήθηκαν οι υπάρχοντες μηχανισμοί απορρόφησης των κραδασμών (δηλαδή η δυνατότητα αυτόματης αυξομείωσης των ισοτιμιών) χωρίς να δημιουργηθούν άλλοι στην θέση τους (π.χ. ένας μηχανισμός ανακύκλωσης των πλεονασμάτων όπως αυτός που λειτουργεί στις ΗΠΑ). Δεύτερον, το χρηματοπιστωτικό σύστημα αφέθηκε ελεύθερο να δράσει με τρόπο που εγγυόταν ότι ένας μεγάλος κραδασμός όχι μόνον θα έρθει αλλά, ακόμα χειρότερα, θα είναι γιγάντιος όταν έρθει. Όταν αυτό συνέβη, η Ευρωζώνη μπήκε σε μια επίπονη διαδικασία αποδόμησης. Δυστυχώς, κανένα από τα μέτρα τα όποια λαμβάνει η Ευρώπη τα τελευταία τρία χρόνια για να σταματήσει αυτή την αποδομητική διαδικασία δεν έχει την δυνατότητα να επιτύχει στο στόχο του. Ιδιαίτερα η εμμονή στην δημοσιονομική «αυστηρότητα» (ο όρος λιτότητα δεν αποδίδει το ίδιο καλά την πραγματικότητα) απλά επιταχύνει την διαδικασία διάσπασης της Ευρωζώνης καθώς ταυτόχρονα δολοφονεί τις ελπίδες για σταθεροποίηση χωρίς να καταφέρνει να θέτει υπό έλεγχο χρέη, ζημίες και ελλείμματα. Συνεπώς, αν η Ευρώπη συνεχίσει σε αυτό το μοτίβο, και παρά την σχετική ηρεμία των χρηματαγορών που επέτυχε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πέρσι το καλοκαίρι, η Ευρωζώνη είναι καταδικασμένη να διασπαστεί. Από γεωγραφικής σκοπιάς, το «ρήγμα» θα διανύει τον Ρήνο και τις Άλπεις, χωρίζοντας την Γηραιά Ήπειρο σε μια γερμανίζουσα βορειοανατολική Ευρώπη (Γερμανία, Ολλανδία, Αυστρία, Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία και Φινλανδία) και στο λατινοκεντρικό υπόλοιπο. Μια τέτοια εξέλιξη για φέρει την ύφεση στην ζώνη του νέου μάρκου, τον στασιμοπληθωρισμό στην υπόλοιπη Ευρώπη, και την επιδείνωση της παγκόσμιας κρίσης στον υπόλοιπο πλανήτη.
Η πολιτική της λιτότητας και των μνημονίων που έχει ακολουθήσει η Ευρωζώνη τα τελευταία δύο χρόνια πιστεύετε ότι έχει πετύχει τους στόχους της;
Το ίδιο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο μιλά για αποτυχία της δημοσιονομικής αυστηρότητας. Μόνο ο αμίμητος κ. Όλι Ρεν τολμά να ισχυριστεί ότι αυτή η παραδοχή εκ μέρους του ΔΝΤ «δεν ήταν χρήσιμη καθώς αμφισβήτησε στα μάτια των ευρωπαίων την σοφία της ασκούμενης πολιτικής». Ούτε το Πολιτμπιρό επί Μπρέζνιεφ δεν θα τηρούσε μια τόσο κυνική στάση απέναντι στην ζοφερή οικονομική πραγματικότητα! Η Μνημονιακή Αυστηρότητα που επεβλήθη στις χώρες της περιφέρειας ήταν δεδομένο ότι θα αποτύγχανε ακριβώς για τους ίδιους λόγους που απέτυχε την πρώτη φορά που εφαρμόστηκε μετά από μια κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, το 1929 επί Προεδρίας Χέρμπερτ Χούβερ: Όταν το τραπεζικό σύστημα και ο ιδιωτικός τομέας καταρρέουν, με τις ιδωτικές δαπάνες να καταβαραρθώνονται, η δραστική μείωση των δημόσιων δαπανών συρρικνώνει βάναυσα το άθροισμα ιδιωτικών και δημοσίων δαπανών – ένα άθροισμα που ισούται με το εθνικό εισόδημα. Καθώς το εθνικό εισόδημα συρρικνώνεται ραγδαία, η μείωση των δημόσιων δαπανών «ακυρώνεται» από την μείωση των φορολογικών εσόδων – με αποτέλεσμα την αποτυχία του Μνημονιακού προγράμματος το οποίο μόνο στόχο είχε την μείωση των ελλειμμάτων (και όχι απλά των δημόσιων δαπανών). Ως παβλοφικά όντα, η τρόικα τότε αντιδρά ζητώντας κι άλλη αυστηρότητα, κι άλλες περικοπές, κι άλλους φόρους, με αποτέλεσμα να βαθαίνει η Κρίση, να μειώνονται τα εισοδήματα και εν τέλει τα χρέη να μην μπορούν να αποπληρωθούν. Αυτό δεν αποτελεί στρατηγική σταθεροποίησης με σκοπό την επιστροφή στην ανάπτυξη. Αποτελεί αυτοκτονική πολιτική που μόνο την ανάπτυξη της φτώχειας και του μισανθρωπισμού μπορεί να προωθήσει.
Υπάρχει εναλλακτική επιλογή σε αυτές τις πολιτικές;
Και βέβαια υπάρχει. Το ζητούμενο δεν είναι να «τα βρούμε» σε ευρωπαϊκό επίπεδο για το ύψος των περικοπών και των φόρων. Το ζητούμενο είναι η ορθολογική χρησιμοποίηση των υπαρχόντων θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ώστε να ενοποιηθεί άμεσα το τραπεζικό σύστημα, να περάσει η διαχείριση του κατά Μάαστριχτ νόμιμου χρέους στην ΕΚΤ και να ενεργοποιηθεί η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων ώστε να εκπονήσει και εφαρμόσει ένα επενδυτικό New Deal σε ολόκληρη την Ευρώπη. Μια τέτοια θεσμική παρέμβαση στην Κρίση και θα οδηγούσε στην ανάπτυξη και θα επέτρεπε στα κράτη-μέλη να ισοσκελίσουν άμεσα τους προϋπολογισμούς τους.
Πως κρίνετε την πρόσφατη απόφαση που έχει ληφθεί για την Κύπρο;
Τα τελευταία τρία χρόνια, όσο η Κρίση της Ευρωζώνης βαθαίνει, κάθε φορά που μια χώρα-μέλος της καταρρέει, οι Ευρωπαίοι ηγέτες καταφέρνουν να ενστερνίζονται όλο και πιο ανόητες «λύσεις». Πρώτα είχαμε το ελληνικό Μνημόνιο, το οποίο θα μείνει στην ιστορία ως παράδειγμα προς αποφυγήν, μετά είχαμε την ίδρυση του τοξικού EFSF (η οποία παρέσυρε την Ιρλανδία και αργότερα την Πορτογαλία) κ.ο.κ. Με την Κυπριακή «διάσωση» η Ευρώπη πέρασε από την ενορχηστρωμένη ανοησία στο θέατρο του παραλόγου. Η πρώτη συμφωνία του Eurogroup, εφόσον εφαρμοζόταν, θα έθετε τέλος στην Ευρωζώνη. Η δεύτερη συμφωνία ουσιαστικά έθεσε την Κύπρο εκτός Ευρωζώνης και ο μόνος λόγος που δεν απεδείχθει, τουλάχιστον ακόμα, θανάσιμο πλήγμα για ολόκληρη την νομισματική ένωση είναι η εντύπωση που έχει επιβληθεί ότι η Κύπρος αποτελεί εξαίρεση και πως αυτό που συνέβη εκεί δεν θα συμβεί αλλού.
Η συμβολή των καταθετών στη διάσωση των τραπεζών είναι κατά τη γνώμη σας ένα μοντέλο που θα μπορούσαν να ακολουθήσουν στο μέλλον οι τράπεζες;
Κοιτάξτε, δεν πιστεύω ότι οι μη εγγυημένες καταθέσεις αποτελούν ιερές αγελάδες. Στην Ελλάδα για παράδειγμα, μπορεί να μην κουρεύτηκαν οι καταθέσεις άμεσα όμως, λόγω της βαθειάς ύφεσης που έφερε το Μνημόνιο και η επιβληθείσα δημοσιονομική αυστηρότητα, οι πολίτες αναγκάστηκαν να ζήσουν από τις καταθέσεις τους (πληρώνοντας τεράστιους φόρους από αυτές). Έτσι, κουρεύτηκαν έμμεσα κι οι καταθέσεις των ελλήνων, ιδίως εκείνων που είχαν πολύν λιγότερα από 100 χιλιάδες ευρώ στην τράπεζα. Όμως, αν είναι το άμεσο κούρεμα καταθέσεων να αποτελέσει ευρωπαϊκή πολιτική στην περίπτωση τραπεζών που πτωχεύουν, αυτό σε καμία περίπτωση δεν μπορεί, στο πλαίσιο μιας υγειούς νομισματικής ένωσης, να αφορά μόνο κάποιες χώρες και όχι τις υπόλοιπες. Δεν είναι δυνατόν να ισχύει για την Τράπεζα Κύπρου και όχι για την Ολλανδική, εξ ίσου πτωχευμένη SNS. Μια τέτοια διάκριση οδηγεί αναπόφευκτα στην κατάργηση της Ευρωζώνης καθώς οι καταθέτες θα μεταφέρουν μαζικά τα χρήματά τους στις χώρες όπου η πιθανότητα κουρέματος είναι μικρότερη. Αυτό δεν μπορεί να αποτελεί βάση μιας πραγματικής και νομισματικής ένωσης.
Αφήνει αυτή η απόφαση προοπτική ανάπτυξης για την Κύπρο;
Καμία. Απολύτως καμία. Ο συνδυασμός (α) των περιορισμών μετακίνησης των κεφαλαίων, (β) της ουσιαστικής καταστροφής του τραπεζικού συστήματος, και (γ) της Μνημονιακής αυστηρότητας που επιβάλεται πλέον ως αντάλλαγμα για τα νέα δάνεια της Κυρπιακής κυβέρνησης, εξασφαλίζουν την αέναη συρρίκνωση της Κυπριακής οικονομίας.
Πρόσφατα το ΑΚΕΛ έχει καταθέσει πρόταση για συντεταγμένη έξοδο από το ευρώ ως μια επιλογή που μπορεί να γλυτώσει την Κύπρο από την Τρόικα και το μνημόνιο. Είναι ρεαλιστική αυτή η δυνατότητα;
Η Κύπρος δεν ανήκει, επί της ουσίας, στην Ευρωζώνη. Μόνο κατ’ όνομα παραμένει. Από το 2010, επιχειρηματολογώ ότι μια έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα ήταν καταστροφική. Ακόμα το πιστεύω, παρά την αυστηρή κριτική που ασκώ τόσο όσον αφορά την δόμηση της Ευρωζώνης όσο και τις πολιτικές «επίλυσης» της Κρίσης που επιβάλονται στον χειμαζόμενο ελληνικό λαό (όπως και στους υπόλοιπους λαούς της Ευρωζώνης). Γιατί τάσσομαι τόσο απόλυτα εναντίον της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ; Επειδή μια τέτοια έξοδος θα οδηγούσε: (α) στο κλείσιμο των τραπεζών για πάνω από μία εβδομάδα, (β) στην επιβολή περιορισμών στην μετακίνηση κεφαλαίων και (γ) στην κατάρρευση των τραπεζών και στο κούρεμα των καταθέσεων. Δηλαδή, τάσσομαι εναντίον της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ για να μην συμβούν τα τρία πράγματα του έχουν ήδη συμβεί στην Κύπρο.
Συμπεραίνω λοιπόν ότι το ζητούμενο δεν είναι αν η Κύπρος θα πρέπει να βγει από το ευρώ. Το ζητούμενο είναι το αν θα ολοκληρωθεί η έξοδος της Κύπρου από το ευρώ ή αν θα υπάρξει μια επαναδιαπραγμάτευση που θα της επιτρέψει να επιστρέψει στο ευρώ. Για ακριβώς τους ίδιους λόγους που η Ελλάδα δεν πρέπει να βγει από την Ευρωζώνη, η Κύπρος πρέπει να προετοιμαστεί ώστε να ολοκληρωθεί η έξοδος που ήδη «επετεύχθη» με την δεύτερη απόφαση του Eurogroup ώστε είτε να αναπτυχθεί εκτός της Ευρωζώνης είτε να επανα-εισέλθει στην Ευρωζώνη υπό συνθήκες που δεν θα εγγυώνται την στο διηνεκές συρρίκνωσή της.
Δεν πρέπει όμως κανείς να έχει ή να καλλιεργεί ψευδαισθήσεις. Η ολοκλήρωση της εξόδου της Κύπρου από το ευρώ δεν είναι δρόμος στρωμμένος με γαρύφαλλα. Η σφικτή δημοσιονομική πολιτική θα συνεχιστεί. Μπορεί, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, να γίνει ακόμα πιο σφικτή. Παράλληλα, θα απαιτήσει μια συμφωνία δανειοδότησης με το ΔΝΤ ώστε η Κύπρος να μπορεί, στο μεσοδιάστημα, να προβαίνει σε βασικές εισαγωγές (π.χ. πετρελαίου) και μια δεύτερη συμφωνία με την ΕΚΤ όσον αφορά τα 9 δις ευρώ των χρεών του ELA. Με άλλα λόγια, το ΑΚΕΛ έχει την υποχρέωση να πει στον Κυπριακό λαό πως το Plan B είναι μεν απαραίτητο ώστε να ενισχυθεί η διαπραγματευτική θέση της Κύπρου απέναντι στην Ευρώπη (και, εν πάσει περιπτώσει, να αποφευχθεί η μόνιμη, μακροπρόθεσμη ύφεση), κάτι που θα ισχύει μόνο αν οι Κύπριοι είναι διατετειμένοι να ενεργοποιήσουν αυτό το Plan Β, αλλά μια τέτοια ενεργοποίηση θα έχει μεσοπρόθεσμα μεγάλο κόστος. Το ερώτημα λοιπόν για τους Κύπριους και τις Κύπριες είναι απλό: Έχουν την διάθεση να συγκρουστούν, με μεγάλο μεσοπρόθεσμο κόστος, με την Ευρωπαϊκή ηγεσία ώστε να αποφευχθεί η μακροπρόθεσμη, η δίχως τέλος, συρρίκνωση της Κυπριακής κοινωνικής οικονομίας; Αυτό είναι το ερώτημα που πρέπει να θέσει το ΑΚΕΛ στην Κυπριακή κοινωνία.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου