Με συγκλονιστικές μαρτυρίες συνεχίστηκε τη Μεγάλη Δευτέρα η δίκη για
τους τρεις θανάτους εργαζομένων από εμπρησμό τους υποκαταστήματος της
τράπεζας Marfin τον Μάιο του 2010.
«Πνίγομαι», ήταν η τελευταία κουβέντα που είπε η Αγγελική Παπαθανασοπούλου, η οποία μάλιστα εγκυμονούσε. Τη λέξη αυτή την είπε μιλώντας στον σύζυγό της, όπως ο ίδιος αποκάλυψε στην κατάθεσή του ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου.
«Με πήρε τη στιγμή που κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να σωθεί. Αφού είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να φύγει από τη φωτιά. Η μοναδική είσοδος - έξοδος του καταστήματος ήταν κλειδωμένη και κανείς δεν βγήκε με ορθόδοξο τρόπο. Τους εξανάγκασαν να ζήσουν ένα φρικτό θάνατο. Εγώ δεν θα τους κρατούσα μέσα να πεθάνουν σαν τα ποντίκια» είπε ο Χρήστος Καραπαναγιώτης για τη μοιραία μέρα όταν άγνωστοι όρμησαν στο υποκατάστημα της τράπεζας στη Σταδίου και πέταξαν βόμβες μολότοφ.
«Το σχέδιο ήταν να φύγει στις 3 από το γραφείο και στις 4 είχε ραντεβού στον γυναικολόγο, αν όλα πήγαιναν καλά. Μου τηλεφώνησε εμφανώς πανικόβλητη στις 2 παρά και μου είπε με έντονο ύφος: "Μας έχουν βάλει φωτιά, θα σε πάρω σε λίγο". Μου το έκλεισε. Αμέσως μετά την πήρα πίσω και μου είπε: "Δεν μπορώ να μιλήσω τώρα. Πνίγομαι". Μου το έκλεισε πάλι. Την πήρα ξανά αλλά δεν το σήκωσε» κατέθεσε.
«Γαντζώθηκα στον τσίγκο του διπλανού κτιρίου. Όλοι ούρλιαζαν. Ήταν χαμένοι. Περιμένουμε τρία χρόνια να ακούσουμε μία συγγνώμη» κατέθεσε ο κ. Σωτήρης Παπατζίκης, συνάδελφος των θυμάτων.
«Οι κοπέλες ανέβαιναν τρέχοντας τις σκάλες και φώναζαν "φωτιά, φωτιά, μας καίνε...". Μέσα σε λίγα λεπτά η ατμόσφαιρα έγινε αποπνικτική. Πήδηξα από το μπαλκόνι γιατί δεν υπήρχε άλλη λύση. Θεώρησα ότι είχαν πεθάνει όλοι, γιατί δεν υπήρχε έξοδος κινδύνου για να βγουν. Όλοι κάναμε σπασμωδικές κινήσεις γιατί δεν ξέραμε τί να κάνουμε. Δεν ήμασταν εκπαιδευμένοι. Χάσαμε χρόνο γιατί δεν ξέραμε τι να κάνουμε» συμπλήρωσε ο μάρτυρας Γιώργος Γκόλιας.
Καταπέλτης για τους υπευθύνους της τράπεζας ήταν ο υπάλληλος Γιώργος Σταυρογιαννάκης: «Η τράπεζα δεν αναγνωρίζει την ευθύνη, ούτε μας έχει αποζημιώσει. Δεν μας κατηγόρησαν αλλά σε μία προσωπική συνάντηση που είχαμε λίγες μέρες μετά την επίθεση με το ΔΣ της Marfin, όπου είχε παρευρεθεί και ο κ. Βγενόπουλος, ουσιαστικά μας είπαν ότι έπρεπε να παραβούμε τις εντολές που είχαμε...».
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο συνάδελφός του κ. Παπατζίκης: «Θέλαμε μόνο να ακούσουμε ένα συγγνώμη και ένα γιατί. Έχουν περάσει τρία χρόνια, αλλά ακόμα δεν έχουμε ακούσει τίποτα από την τράπεζα. Αντ' αυτού, στη συνάντηση με το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας, ο άνθρωπος για τον οποίο δουλεύαμε μας είπε γιατί δεν πήραμε την πρωτοβουλία να φύγουμε νωρίς, παρά τις εντολές που είχαμε να μείνουμε. Ποιος θα τολμούσε εν μέσω κρίσης να κάνει του κεφαλιού του, αναρωτιέμαι... Η ασφαλιστική εταιρεία της τράπεζας θέλησε να κάνει μια προσφορά στον ιδιοκτήτη του κτιρίου, όμως τελικά δεν μπορούσε να το ασφαλίσει γιατί ζητούσαν πυροπροστασία και σύστημα πυρόσβασης που δεν υπήρχαν».
Η δίκη θα συνεχιστεί με καταθέσεις μαρτύρων στις 15 Μαΐου.
ΠΗΓΗ:www.tanea.gr
«Πνίγομαι», ήταν η τελευταία κουβέντα που είπε η Αγγελική Παπαθανασοπούλου, η οποία μάλιστα εγκυμονούσε. Τη λέξη αυτή την είπε μιλώντας στον σύζυγό της, όπως ο ίδιος αποκάλυψε στην κατάθεσή του ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου.
«Με πήρε τη στιγμή που κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να σωθεί. Αφού είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να φύγει από τη φωτιά. Η μοναδική είσοδος - έξοδος του καταστήματος ήταν κλειδωμένη και κανείς δεν βγήκε με ορθόδοξο τρόπο. Τους εξανάγκασαν να ζήσουν ένα φρικτό θάνατο. Εγώ δεν θα τους κρατούσα μέσα να πεθάνουν σαν τα ποντίκια» είπε ο Χρήστος Καραπαναγιώτης για τη μοιραία μέρα όταν άγνωστοι όρμησαν στο υποκατάστημα της τράπεζας στη Σταδίου και πέταξαν βόμβες μολότοφ.
«Το σχέδιο ήταν να φύγει στις 3 από το γραφείο και στις 4 είχε ραντεβού στον γυναικολόγο, αν όλα πήγαιναν καλά. Μου τηλεφώνησε εμφανώς πανικόβλητη στις 2 παρά και μου είπε με έντονο ύφος: "Μας έχουν βάλει φωτιά, θα σε πάρω σε λίγο". Μου το έκλεισε. Αμέσως μετά την πήρα πίσω και μου είπε: "Δεν μπορώ να μιλήσω τώρα. Πνίγομαι". Μου το έκλεισε πάλι. Την πήρα ξανά αλλά δεν το σήκωσε» κατέθεσε.
«Γαντζώθηκα στον τσίγκο του διπλανού κτιρίου. Όλοι ούρλιαζαν. Ήταν χαμένοι. Περιμένουμε τρία χρόνια να ακούσουμε μία συγγνώμη» κατέθεσε ο κ. Σωτήρης Παπατζίκης, συνάδελφος των θυμάτων.
«Οι κοπέλες ανέβαιναν τρέχοντας τις σκάλες και φώναζαν "φωτιά, φωτιά, μας καίνε...". Μέσα σε λίγα λεπτά η ατμόσφαιρα έγινε αποπνικτική. Πήδηξα από το μπαλκόνι γιατί δεν υπήρχε άλλη λύση. Θεώρησα ότι είχαν πεθάνει όλοι, γιατί δεν υπήρχε έξοδος κινδύνου για να βγουν. Όλοι κάναμε σπασμωδικές κινήσεις γιατί δεν ξέραμε τί να κάνουμε. Δεν ήμασταν εκπαιδευμένοι. Χάσαμε χρόνο γιατί δεν ξέραμε τι να κάνουμε» συμπλήρωσε ο μάρτυρας Γιώργος Γκόλιας.
Καταπέλτης για τους υπευθύνους της τράπεζας ήταν ο υπάλληλος Γιώργος Σταυρογιαννάκης: «Η τράπεζα δεν αναγνωρίζει την ευθύνη, ούτε μας έχει αποζημιώσει. Δεν μας κατηγόρησαν αλλά σε μία προσωπική συνάντηση που είχαμε λίγες μέρες μετά την επίθεση με το ΔΣ της Marfin, όπου είχε παρευρεθεί και ο κ. Βγενόπουλος, ουσιαστικά μας είπαν ότι έπρεπε να παραβούμε τις εντολές που είχαμε...».
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο συνάδελφός του κ. Παπατζίκης: «Θέλαμε μόνο να ακούσουμε ένα συγγνώμη και ένα γιατί. Έχουν περάσει τρία χρόνια, αλλά ακόμα δεν έχουμε ακούσει τίποτα από την τράπεζα. Αντ' αυτού, στη συνάντηση με το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας, ο άνθρωπος για τον οποίο δουλεύαμε μας είπε γιατί δεν πήραμε την πρωτοβουλία να φύγουμε νωρίς, παρά τις εντολές που είχαμε να μείνουμε. Ποιος θα τολμούσε εν μέσω κρίσης να κάνει του κεφαλιού του, αναρωτιέμαι... Η ασφαλιστική εταιρεία της τράπεζας θέλησε να κάνει μια προσφορά στον ιδιοκτήτη του κτιρίου, όμως τελικά δεν μπορούσε να το ασφαλίσει γιατί ζητούσαν πυροπροστασία και σύστημα πυρόσβασης που δεν υπήρχαν».
Η δίκη θα συνεχιστεί με καταθέσεις μαρτύρων στις 15 Μαΐου.
ΠΗΓΗ:www.tanea.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου